καταυγασμός

καταυγασμός
καταυγ-ασμός, ,
A shining brightly, Plu.Nic. 23 (pl.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • καταυγασμός — ο (Α καταυγασμός) [καταυγάζω] άπλετος φωτισμός, φωταύγεια, λαμπρότητα φωτός, φεγγοβολή …   Dictionary of Greek

  • καταυγασμῶν — καταυγασμός shining brightly masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταύγεια — καταύγεια, ἡ (Α) καταυγασμός*, φωτισμός, λαμπρότητα, το καθαρό ή λαμπρό φως. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + αύγεια (< αυγής < *αὖγος, το < αὐγή), πρβλ. αντ αύγεια, δι αύγεια] …   Dictionary of Greek

  • φωταύγεια — η, ΝΜ, και φωταυγία Μ [φωταυγής] λαμπρότητα τού φωτός νεοελλ. 1. καταυγασμός, έντονος φωτισμός 2. φυσ. φαινόμενο εκπομπής, από ένα υλικό, ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας τής οποίας η ένταση είναι, για ορισμένα μήκη κύματος ή για ορισμένες στενές… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”